Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ


Οι απαρχές του ρεμπέτικου έχει προταθεί πως συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών. Η πρώτη αναφορά στα τραγούδια των φυλακών εντοπίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Στα 1850 ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών και αναφέρθηκε και στα τραγούδια που ακούγονταν σ' αυτές. Στα τραγούδια των φυλακών αναφέρθηκαν και άλλοι όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890 και καταγράφει το 1891 στο περιοδικό "Εστία" (περιοδικό που εξέδιδε ο Γ. Δροσίνης) αρκετά από αυτά.

Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μέχρι το 1880 περίπου , το ιταλικό μελόδραμα κυριαρχεί στην Αθήνα. Όλα τα «ελληνικά» τραγούδια της εποχής βασίζονταν πάνω σε μελωδίες από τις ιταλικές όπερες. Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού ξεκινάει με την επτανησιακή καντάδα και το αθηναϊκό τραγούδι. Η επίδραση βέβαια του ιταλικού μελοδράματος είναι ευδιάκριτη αλλά αφομοιωμένη σε βαθμό που να μη παρουσιάζεται επιφανειακή.

Το 1871 ιδρύεται το Ωδείο Αθηνών και την ίδια χρονιά ανοίγει το πρώτο καφέ-σαντάν στην Αθήνα. Το 1873 ανοίγει το πρώτο καφέ-σαντούρ (από το 1886 τα καφέ-σαντούρ ονομάζονται καφέ-αμάν). Στα 1880 η Αθήνα είχε χωριστεί στα δύο. Από τη μια μεριά βρίσκονταν οι "εραστές της ασιάτιδος μούσης" και από την άλλη όσοι πίστευαν πως οι αμανέδες δεν είχαν τίποτε το ελληνικό. Συζητήσεις για την ανατολίτικη μουσική άνοιξαν πολλές. Έως το 1886 η Αθήνα θα έχει κατακλυστεί από καφέ αμάν. Η απόλυτη κυριαρχία του αμανέ θα κρατήσει δέκα χρόνια. Προς το τέλος του αιώνα παρατηρείται η παρακμή των καφέ-αμάν, η εμφάνιση του θεάτρου σκιών και της αθηναϊκής επιθεώρησης.

Με το τελευταίο αυτό θεατρικό είδος αναζωπυρώθηκε η αγάπη του κοινού για την ξένη μουσική. Η μουσική στις επιθεωρήσεις, εκτός ελαχίστων και χωρίς «επιτυχία» περιπτώσεων, ήταν πιστή αντιγραφή ξένων μελωδιών. Η επιτυχία της επιθεώρησης είναι τεράστια. Κυριαρχεί στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το περιεχόμενο της επιθεώρησης αλλάζει μετά το 1922 και το κοινό στρέφεται αλλού.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επανακάμπτουν για λίγο τα καφέ αμάν κυριαρχεί όμως η οπερέτα (από το 1916 μέχρι το 1928). Η μουσική της ήταν ελληνική και δεν είχε καμία σχέση ούτε με την επιθεώρηση ούτε με τα "αμανετζίδικα". Την δεκαετία του 1930 φθάνουν στο ζενίθ τους τα τραγούδια του κρασιού τα οποία είχαν αρχίσει να γράφονται τα πρώτα χρόνια της οπερέτας. Με την εμφάνιση της δισκογραφίας ο θεατρικός χώρος, που ήταν το μαζικότερο μέσο επικοινωνίας, χάνει έδαφος. Εκεί ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της παρακμής της οπερέτας.

Τα μουσικά είδη που αναφέραμε, ρίζωναν σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Η ζωή στην Ελλάδα, κατά την περίοδο εκείνη, καθοριζόταν από παράγοντες όπως η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, ο διπλασιασμός του ελλαδικού εδάφους το 1912 και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Τα τραγούδια των προσφύγων, οι οποίοι προέκυψαν από την Μικρασιατική Καταστροφή, σε συνδυασμό με τα δημοτικά, τα νησιώτικα και τα μουσικά είδη που αναφέρθηκαν πιο πάνω αποτέλεσαν το υπόστρωμα που οδήγησε στην δημιουργία των ρεμπέτικων.

Τα ρεμπέτικα είναι κατεξοχήν τραγούδια των πόλεων και ιδιαίτερα των λιμανιών, όπως Σμύρνη, Πόλη, Σύρος, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς.










Share:

Όσο βαριά είν’ τα σίδερα (Συγχορδίες για κιθάρα)



Έτος: 1950
Σημειώσεις περί του τραγουδιού: 
Τραγούδι του Γ. Μητσάκη πού κυκλοφόρησε 
στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο σε δυο
τουλάχιστον ηχογραφήσεις, στην Ελλάδα, 
με τον ίδιο τον Γ. Μητσάκη και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου 
και στην δεύτερη με τους Τάκη Μπίνη και την Σούλα Καλφοπούλου. 
Ηχογραφήθηκε επίσης στην Αμερική την ίδια περίπου εποχή από τον Τζίμ Αποστόλου.


Gm      Cm             D Cm D# D 
Όσο βαριά είν’ τα σίδερα
Gm          Cm             D#         D 
είν’ η καρδιά, είν’ η καρδιά μου σήμερα
D                                  Cm 
Η μέρα από το πρωί είναι συννεφιασμένη
                    Gm         Cm         D# D 
γιατί έφυγες και μ’ άφησες με την καρδιά καμένη
Gm      Cm             D      Cm D# D 
Όσο βαριά είν’ τα σίδερα, τα σίδερα
Gm          Cm             D#         D 
είν’ η καρδιά, είν’ η καρδιά μου σήμερα
Όταν σε συλλογίζομαι
πίνω μα δεν, πίνω μα δεν ζαλίζομαι
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και λάμπουν ένα-ένα
τόσες φορές τα μάτια μου δακρύζουνε για σένα
Gm      Cm             D      Cm D# D 
Όσο βαριά είν’ τα σίδερα, τα σίδερα
Gm          Cm             D#         D 
είν’ η καρδιά, είν’ η καρδιά μου σήμερα
Σ’ αγάπησα, σε πόνεσα
κι όμως χαρά, κι όμως χαρά δε γνώρισα
Κι αυτά όλα τα βάσανα που πέρασα κοντά σου
μια μέρα θα γινούν φωτιά, να κάψουν την καρδιά σου
Gm      Cm             D      Cm D# D 
Όσο βαριά είν’ τα σίδερα, τα σίδερα
Gm          Cm             D#         D 
είν’ η καρδιά, είν’ η καρδιά μου σήμερα




rebetiko photo Logorebetiko2_zps8a216652.jpg
Share:

Ένα βότανο ωραίο (Συγχορδίες για κιθάρα)



Εισαγωγή:
Cm Fm Cm Gm Cm 
Cm 
Ένα βότανο ωραίο, θέριεψε μες στην παρέα
Fm 
μας το δώρισαν δυο φίλοι
        Gm            Cm  Fm Cm Gm Cm 
που 'ρθανε απ' τον Περαία
D# 
Τον ελέγαν Πάτα-Πάτα
το παιδί από τα Σπάτα
Fm                     Cm 
που την παίρνει στα γιομάτα
Gm      Fm      Gm   Cm 
με έναν απ' την Καλαμάτα
D# 
Έλα να πάμε στον Περαία
να βρεθούμε όλοι παρέα
Fm      Gm          Cm 
κι ότι φίλε μου γουστάρεις
Gm    Fm        Gm     Cm 
να το βρεις και να φουμάρεις
Στη Λαμία καφενεία
σκέτα ζαχαροπλαστεία
ψάχνουνε για να τη βρούνε
συνεχώς, μα δεν μπορούνε
Έλα να πάμε στα Ταμπούρια
για να γίνουμε μαστούρια
κι άμα φίλε μου γουστάρεις
αργιλέ θε να φουμάρεις
Έλα να πάμε στον Περαία
να τα πιούμε οι δυο παρέα
κι ότι φίλε μου γουστάρεις
να απλώσεις και να πάρεις
Όλοι οι μάγκες αραγμένοι
είναι στεναχωρεμένοι
και ο ένας λέει στον άλλον
που θα βρουν για να γουστάρουν
Έλα να πάμε στον Περαία
να βρεθούμε οι δυο παρέα
και άμα φίλε μου γουστάρεις
να τον βρεις και να τον πάρεις
Έλα να πάμε στα Ταμπούρια
να βρεθούμε με μαστούρια
και άμα φίλε μου γουστάρεις
αργιλέ θε να φουμάρεις




rebetiko photo Logorebetiko2_zps8a216652.jpg
Share:

ΑΛΑ ΑΝΟΙΞΕ ΚΙ ΑΛΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (Συγχορδίες για κιθάρα)



[Εισαγωγή]
Em B Em 
Am  B 
Άλα
 Em 
Βίβα
 B   Em 
Δώσε
Em 
Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα
                  Em  
και την κοινωνία τώρα
                  B7 
τηνε παίζω ένα παρά
 B 
Βίβα, τα φαρμάκια που ’ταν στοίβα
                           B7        Em 
Ποτηράκι-ποτηράκι λες και κάνανε φτερά
 E7 
Βάνε, όσα έρθουν κι όσα πάνε
          E                 
πού θα βρούμε τέτοιο βράδυ
      C           Am 
στη ζωή μας τη ρηχή
 A                      Em 
Δώσε, το τραπέζι ξαναστρώσε
               Am  
βάλε καθαρά ποτήρια 
           B7              Em 
κι άντε φτου κι απ’ την αρχή
[Εισαγωγή]
Em B Em 
Am  B 
Άλα
 Em 
Βίβα
 B   Em 
Δώσε
 Em 
Ρώτα, το κορίτσι πρώτα-πρώτα
                      Em 
τι γουστάρει να του παίζεις
               Am     B7 
μπουζουξή μου σεβνταλή
 B7 
Βάρα, τη δική σου τη λαχτάρα
                     B                   
που ίσως να ’ναι η αγάπη
      B7          Em 
το ποτό και το φιλί
Ώπα, την καρδιά μου ισορρόπα
                       E 
σάμπως και θα σπάσει απόψε
                    Am 
και στα δέκα θα κοπεί
   Am                             Em 
Φτού σου, οι πενιές του μπουζουκιού σου
                              B        Em 
μου επήρανε τα ρέστα και μ’ αφήσανε ταπί
[Εισαγωγή]
Em B Em 
Am  B 
Άλα
 Em 
Βίβα
 B   Em 
Δώσε
Em 
Άλα, έχω στρώσει μια κεφάλα
                      Em 
και τα βλέπω όλα σα μπέης
                   B7 
και τα νιώθω σα πασάς
Άντε, στα ποτήρια ξαναβάλτε
                       B 
κι άντε εβίβα μου και μένα
                       Em 
κι άντε εβίβα σας και σάς
  E 
Σβήνω, πωπω Θεέ μου τι θα γίνω
                  E 
αγκαλιά μου το κορίτσι
                        Am 
και τριγύρω μου τα βιολιά
  Am                     Em 
Σπάστα, όλα ας γίνουνε ανάστα
                           Em              
και μπαρδόν κι αν μπουμπουνίσω
       B7        Em 
και καμία πιστολιά



rebetiko photo Logorebetiko2_zps8a216652.jpg
Share:

ΛΑΧΑΝΑΔΕΣ






Στην αγορά του Πειραιά στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στα λεγόμενα Λεμονάδικα, μετά την καταστροφή του 1922 προστέθηκε αυτοσχέδιος καταυλισμός από παράγκες για να στεγαστούν προσωρινά οι πρόσφυγες. Στο διάβα των καιρών μετατράπηκαν σε μικρομάγαζα. Εκεί, σε συνδυασμό και με την κίνηση του λιμανιού, ανθούσαν και τα ναρκωτικά, αρχικά νόμιμα και μετά παράνομα αλλά και οι μικροληστείες. Άλλωστε λαχαναγορίτες και μανάβηδες είχαν πάντα γεμάτο πορτοφόλι, φίσκα στα λάχανα, που κυνηγούσαν οι λαχανάδες… Και κάπου εδώ έμπαινε και στο παιχνίδι ο ζόρικος αστυνόμος… Τα περιγράφει αναλυτικά, σαν ταινία μικρού μήκους, ο Βαγγέλης Παπάζογλου τραγούδι του.

Share:

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ







Κατά την περίοδο του 1ου Παγκόσμιου πολέμου, στην πατρίδα μας προστέθηκε και Εθνικός Διχασμός των ανάμεσα σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς. Το δίλημμα αν θα συντασσόμασταν με τις δυνάμεις της Αντάντ δηλαδή της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας όπως επιθυμούσε ο Βενιζέλος ή αν θα κρατούσαμε μια γερμανόφιλη ουδετερότητα όπως επεδίωκε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Α’ μάτωσε τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τον Αύγουστο του 1916 ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνέστησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Το τραγούδι και οι άνθρωποί του δεν έμειναν ασυγκίνητοι. Δεν γνωρίζουμε τους πρώτους δημιουργούς, αλλά το τραγούδι τους επανήλθε στα χείλη όλων των Ελλήνων μέσα απ’ τη διασκευή του Σταύρου Ξαρχάκου και την επιμέλεια του Νίκου Γκάτσου για την ταινία «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη.
Share:

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ






Ο Απόστολος Καλδάρας εξηγεί στον Παναγιώτη Κουνάδη τις συνθήκες που γέννησαν ένα μεγάλο τραγούδι του: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι και τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45».
Share:

ΕΓΩ ΜΑΓΚΑΣ ΦΑΙΝΟΜΟΥΝΑ







Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γραμμοφώνησε λίγα αλλά χαρακτηριστικά τραγούδια. Όπως και οι περισσότεροι πρωτοπόροι της εποχής του, έκαναν το βίωμά τους δημιουργία. Ο Γενίτσαρης λέει για το λατρεμένο του αλλά και τόσο κακοφημισμένο στη δεκαετία του ’30,οργανάκι του: «Όταν έγραψα το Εγώ Μάγκας Φαινόμουνα ήμουν δεκατριώ-δεκατεσσάρω χρονών και έπαιζα καλό μπουζουκάκι. Στα δεκάξι μου, έπαιζα το Μάγκας Φαινόμουνα σε ταβέρνες. Ένας φίλος μου, που δούλευε κι αυτός, μου λέει: «Δεν πάς να το πεις σε καμιά εταιρία;». Το πήγα στην Κολούμπια, τους άρεσε, και κάναμε δίσκο. Ήταν ο Τούντας τότε διευθυντής. Τότε, δισκογραφούσαμε με λάμπες, μια κι έξω σε πλάκα 78 στροφών».
Share:

ΦΤΩΧΟ ΚΟΜΠΟΛΟΓΑΚΙ ΜΟΥ






Ο Γιώργος Μητσάκης, νεαρός ακόμα συναντά τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Εκείνος θα του διδάξει τα μυστικά του μπουζουκιού, θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι». Ο Μητσάκης γνωρίζεται με τον Στελλάκη, τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, το Στράτο, τον Περιστέρη, τον Κερομύτη, τον Μπιρ Αλλάχ, τον Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς - που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Δηλαδή το κομπολογάκι, που αγόρασε το χειμώνα του '41 από ένα μαγαζάκι (Το Μινιόν) της Πατησίων στην Αθήνα, με ότι του είχε απομείνει από την αγορά ενός παλτού από τα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι, χάθηκε στην διαδρομή προς την πλατεία Μεταξουργείου, αφού το παλτό είχε τρύπιες τσέπες. Φτωχό κομπολογάκι μου/ σε είχα το μεράκι μου...

Share:

ΣΒΗΣΕ ΤΟ ΦΩΣ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ






Ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε μέγας παίκτης του μπουζουκιού. Τα σόλα και τα ταξίμια του παραμένουν μυθικά και αξεπέραστα. Επίσης εργάτης του πάλκου και μέγας διασκεδαστής. Αλλά και σαν μελωδός ο Παπαϊωάννου είχε δική του προσωπικότητα και ύφος. Άμεσος, ευρηματικός και χιουμορίστας, μετά από κρεββατομουρμούρα που είχε με τη σύζυγό του προέτρεψε τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη, τον ξακουστό τσάντα, να γράψει ένα στίχο που να περιγράφει αυτά που τράβηξε το προηγούμενο βράδυ. Κάπως έτσι γεννήθηκε το Σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
Share:

ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ






Ο Βασίλης Τσιτσάνης μετά την Κατοχή, όταν τα στούντιο άρχισαν και πάλι να λειτουργούν, γραμμοφωνεί μία σειρά από αθάνατες επιτυχίες. Ανάμεσά τους και η αξεπέραστη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Λέει ο Τσιτσάνης σχετικά: «Η μουσική που έκανα για τη Συννεφιασμένη Κυριακή ξεκινάει μέσα από το δικό μου κόσμο. Οτι αισθάνομαι το συνθέτω, και το τραγουδώ. Και τα λόγια δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε διάφοροι. Ημουνα στη Θεσσαλονίκη, είχε χιονίσει. Βγήκα να περπατήσω και είδα πάνω στο χιόνι αίματα, από συμπλοκή ανάμεσα σε στρατιώτες και αντάρτες. Μαράθηκε η ψυχή μου. Σκέψου πόσα παλικάρια σκοτώθηκαν εδώ, είπα. Ηταν Κυριακή. Πήγα στη γωνιά μου και με πόνο καρδιάς έγραψα το τραγούδι».


Share: